- γερανίς
- γεραν-ίς, ίδος, ἡ, a kind ofA surgical bandage, Heliod. ap. Orib.48.47 tit., Gal.18(1).814.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γερανίς — γερανίς, η (Α) [γέρανος] είδος χειρουργικού επιδέσμου … Dictionary of Greek